- συμβοηθώ
- συμβοηθῶ, -έω, ΝΑβοηθώ κάποιον από κοινού με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβοηθῶ — συμβοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) συμβοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) συμβοηθέω render joint aid pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμβοηθέω render joint aid pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβοήθεια — ἡ, Α [συμβοηθῶ] η από κοινού βοήθεια, η επικουρία … Dictionary of Greek
συμβοηθητικός — ή, όν, Α [συμβοηθῶ] φρ. «συμβοηθητικὸν ἐντάγιον» απόδειξη που βεβαιώνει εξόφληση ή παραλαβή πάπ … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek